σπειρανθής

σπειρανθής
ο, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες τής τάξης ορχιδώδη και περιλαμβάνει 200 περίπου είδη ορχιδέας τα οποία απαντούν σε όλο τον κόσμο, εκτός από την τροπική και νότια Αφρική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. spiranthes (< σπείρα + άνθος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”